καταβαθμός

καταβαθμός
καταβαθμός, ,
A descent, a name of the steep slope which separates Egypt and Nubia, and causes the Cataracts, A.Pr.811 (in [dialect] Att. form [full] Καταβασμός), Plb.31.18.9, Str.17.1.5, Abh.Berl.Akad.1925(5).6 ([place name] Cyrene).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταβαθμός — ο (Α καταβαθμός και αττ. τ. καταβασμός) μέρος από το οποίο κατεβαίνει κάποιος, κατηφορική δίοδος, κατάβαση νεοελλ. ναυτ. μέρος ακτής χωρίς λιμάνι, κατάλληλο όμως για επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και εμπορευμάτων, κν. σκάλα αρχ. ως κύριο όν. ὁ …   Dictionary of Greek

  • καταβαθμοῦ — καταβαθμός descent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβαθμόν — καταβαθμός descent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβασμόν — καταβαθμός descent masc acc sg (attic) καταβασμός descent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβασμός — καταβαθμός descent masc nom sg (attic) καταβασμός descent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КАТАБАТМОС —    • Catabathmus,          Καταβαθμός, долина, образованная по направлению к берегу Баскскими горами (н. Akabah), a также лежащее на севере прибрежное местечко, составлявшее границу между Египтом и Киренаикой. Sall. Jug. 17. 19. Далее к востоку… …   Реальный словарь классических древностей

  • CATABATHMUS — urbs olim, nunc pagus Marmaricae litoralis inter Cyrenem ad occasum; 174. et Paraetonium ad ortum 129. mill. pass. Antonin. Carto Moletio, Capo d Alber Thevero. Mela, l. 1. c. 8. Catabathmos vallis devexa in Aegyptum finit Africam. Sallustius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατάβαση — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 6 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα, 32 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμάνης του νομού Χίου. * * * η (AM κατάβασις) [καταβαίνω] 1. η πορεία προς τα κάτω,… …   Dictionary of Greek

  • καταβασμός — ο καταβαθμός·. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα βι βασ μός με συλλαβική ανομοίωση < κατα βι βά ζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”